Άννα Μαρία Σμυρναίου
7 Φεβρουαρίου, 2023
Η ανάπτυξη της ομιλίας είναι μια διαδικασία που ξεκινάει από τους πρώτους μήνες ζωής και συνεχίζει να αναπτύσσεται ακατάπαυστα μέχρι και το 5ο χρόνο.
Σύμφωνα με έρευνες τα πρώτα τρία χρόνια είναι καθοριστικά για την εγκεφαλική ανάπτυξη και κατ’επέκταση την ανάπτυξη της ομιλίας. Αρχικά το βρέφος επικοινωνεί μη λεκτικά με τη μητέρα, ενώ περίπου στον 6ο μήνα αρχίζει να παράγει ήχους αντίστοιχους με αυτούς της ανθρώπινης ομιλίας. Όσο το παιδί εκτίθεται σε περιβαλλοντικά ερεθίσματα, δηλαδή έρχεται σε επαφή με την ομιλούμενη γλώσσα του περιβάλλοντος, καταγράφει ήχους και συνδυασμούς ήχων (λέξεις) τους οποίους σταδιακά συνδέει με συγκεκριμένες έννοιες (πχ γ-α-λ-α = η τροφή μου).
Στην ηλικία των 2 ετών και εφόσον υπάρχει μια ομαλή ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη, τα περισσότερα παιδιά θα είναι σε θέση να επικοινωνούν με λέξεις και συγκεκριμένα να σχηματίζουν φράσεις (π.χ. πάμε μαμά, μπαμπά που κλπ). Οι λέξεις που λένε τα παιδιά μπορεί να μην αρθρώνονται πάντα καθαρά, δηλαδή να μην γίνονται πάντα κατανοητές, αλλά σε αυτή την ηλικία το φωνολογικό σύστημα του παιδιού βρίσκεται ακόμα σε πρώιμο στάδιο ανάπτυξης. Αυτό που χρειάζεται να μας απασχολήσει είναι το τι λέει το παιδί και όχι το πώς το λέει. Συγκεκριμένα εστιάζουμε στην ποσότητα των λέξεων και όχι στο πόσο ‘’καθαρά’’ αρθρώνονται.
Σαφώς αν τα παραπάνω χαρακτηριστικά εμφανίζονται σε παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας, κρίνεται επιτακτική η ανάγκη ελέγχου από αναπτυξιολόγο ή παιδοψυχίατρο.
Όσο το παιδί πλησιάζει το 3ο έτος ο λόγος του γίνεται όλο και πιο σύνθετος, με την ομιλία του να ‘’ξεκαθαρίζει’’. Αυτό συνεπάγεται ότι το παιδί μπορεί και κάνει πλέον διάλογο με τους γύρω του, θέτει ερωτήσεις Ποιος, Τι, Που, Γιατί, σχηματίζει προτάσεις και οι γύρω του μπορούν να καταλάβουν περισσότερα από τα μισά όσων λέει. Η ομιλία ενός παιδιού που έχει κλείσει το 3ο έτος πρέπει να γίνεται κατανοητή στο 70% από μη οικεία πρόσωπα.
Σύμφωνα και με όλα τα παραπάνω η καταληπτότητα της ομιλίας είναι ένα θέμα που αρχίζει να μας απασχολεί από τον 3ο χρόνο και μετά. Ο βαθμός σοβαρότητας της δυσκατάληπτης ομιλίας μπορεί να προσδιοριστεί μόνο μέσω της λογοθεραπευτικής αξιολόγησης. Η δυσκατάληπτη ομιλία μπορεί να σχετίζεται με πληθώρα παραγόντων, όπως κάποιο οργανικό έλλειμμα (πχ ελλείμματα ακοής λόγω ασυμπτωματικών ωτίτιτδων), ή κινητικών διαταραχών ομιλίας. Σε κάθε περίπτωση η διάγνωση και η παρέμβαση οφείλουν να γίνουν άμεσα, για να αποφευχθούν μελλοντικά και σοβαρότερα γλωσσικά ελλείμματα.
Είμαστε εδώ για να απαντήσουμε στις κλήσεις σας για οτιδήποτε σας απασχολεί.